- κακοδικία
- ηδικαστική απόφαση αντίθετη προς το δίκαιο και τους νόμους, άδικη κρίση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κακοδικία — κακοδικίᾱ , κακοδικία corruption of justice fem nom/voc/acc dual κακοδικίᾱ , κακοδικία corruption of justice fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοδικία — Πρόκληση ζημίας από δικαστικούς λειτουργούς κατά την άσκηση των καθηκόντων τους λόγω δόλου, βαριάς αμέλειας ή αρνησιδικίας. Σχετικά προβλέπεται από το άρθρο 99 του Συντάγματος το ειδικό δικαστήριο αγωγών κ. Το δικαστήριο συγκροτείται από τον… … Dictionary of Greek
κακοδικίας — κακοδικίᾱς , κακοδικία corruption of justice fem acc pl κακοδικίᾱς , κακοδικία corruption of justice fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)